- Φορωνικόν
- Φορωνικόνneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορωνικός — ή, όν, Α [Φορωνεύς] 1. αυτός που σχετίζεται με τον Φορωνέα, ο οποίος, σύμφωνα με την τοπική μυθολογία τής Τίρυνθος, ήταν πατέρας τών θνητών 2. «Φορωνικὸν ἄστυ» παλαιότερη ονομασία τής πόλης Ἀργος … Dictionary of Greek